Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσθηρία
δύσθηρος
δυσθησαύριστος
δύσθλαστος
δυσθνῄσκω
δύσθνητος
δύσθραυστος
δυσθρήνητος
δύσθροος
δύσθρυπτος
δυσθυμαίνω
δυσθυμέω
δυσθυμία
δυσθυμικός
δύσθυμος
δυσιατέω
δυσίατος
δυσίδρως
δυσιερέω
δυσιθάλασσος
δύσικμος
View word page
δυσθυμαίνω
to be dispirited, despond

ShortDef

to be dispirited, despond

Debugging

Headword:
δυσθυμαίνω
Headword (normalized):
δυσθυμαίνω
Headword (normalized/stripped):
δυσθυμαινω
IDX:
24728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24729
Key:

Data

{'content': 'to be dispirited, despond'}