Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσθήρατος
δυσθηρία
δύσθηρος
δυσθησαύριστος
δύσθλαστος
δυσθνῄσκω
δύσθνητος
δύσθραυστος
δυσθρήνητος
δύσθροος
δύσθρυπτος
δυσθυμαίνω
δυσθυμέω
δυσθυμία
δυσθυμικός
δύσθυμος
δυσιατέω
δυσίατος
δυσίδρως
δυσιερέω
δυσιθάλασσος
View word page
δύσθρυπτος
hard to break in pieces

ShortDef

hard to break in pieces

Debugging

Headword:
δύσθρυπτος
Headword (normalized):
δύσθρυπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσθρυπτος
IDX:
24727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24728
Key:

Data

{'content': 'hard to break in pieces'}