Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσθετος
δυσθεώρητος
δυσθήρατος
δυσθηρία
δύσθηρος
δυσθησαύριστος
δύσθλαστος
δυσθνῄσκω
δύσθνητος
δύσθραυστος
δυσθρήνητος
δύσθροος
δύσθρυπτος
δυσθυμαίνω
δυσθυμέω
δυσθυμία
δυσθυμικός
δύσθυμος
δυσιατέω
δυσίατος
δυσίδρως
View word page
δυσθρήνητος
loud-wailing, most mournful

ShortDef

loud-wailing, most mournful

Debugging

Headword:
δυσθρήνητος
Headword (normalized):
δυσθρήνητος
Headword (normalized/stripped):
δυσθρηνητος
IDX:
24725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24726
Key:

Data

{'content': 'loud-wailing, most mournful'}