Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσηχος
δυσθάλασσος
δυσθαλής
δυσθαλία
δυσθαλπής
δυσθανατάω
δυσθανατέω
δυσθάνατος
δυσθανής
δυσθέατος
δυσθενέω
δύσθεος
δυσθεραπευσία
δυσθεράπευτος
δυσθέρμαντος
δύσθερος
δυσθεσία
δυσθετέω
δύσθετος
δυσθεώρητος
δυσθήρατος
View word page
δυσθενέω
to be weak and powerless

ShortDef

to be weak and powerless

Debugging

Headword:
δυσθενέω
Headword (normalized):
δυσθενέω
Headword (normalized/stripped):
δυσθενεω
IDX:
24707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24708
Key:

Data

{'content': 'to be weak and powerless'}