Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσηχής
δυσηχία
δύσηχος
δυσθάλασσος
δυσθαλής
δυσθαλία
δυσθαλπής
δυσθανατάω
δυσθανατέω
δυσθάνατος
δυσθανής
δυσθέατος
δυσθενέω
δύσθεος
δυσθεραπευσία
δυσθεράπευτος
δυσθέρμαντος
δύσθερος
δυσθεσία
δυσθετέω
δύσθετος
View word page
δυσθανής
having died a hard death

ShortDef

having died a hard death

Debugging

Headword:
δυσθανής
Headword (normalized):
δυσθανής
Headword (normalized/stripped):
δυσθανης
IDX:
24705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24706
Key:

Data

{'content': 'having died a hard death'}