Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσηνιόχητος
δυσήνυτος
δυσήρης
δυσήροτος
δυσήττητος
δυσήτωρ
δυσηχής
δυσηχία
δύσηχος
δυσθάλασσος
δυσθαλής
δυσθαλία
δυσθαλπής
δυσθανατάω
δυσθανατέω
δυσθάνατος
δυσθανής
δυσθέατος
δυσθενέω
δύσθεος
δυσθεραπευσία
View word page
δυσθαλής
hardly growing

ShortDef

hardly growing

Debugging

Headword:
δυσθαλής
Headword (normalized):
δυσθαλής
Headword (normalized/stripped):
δυσθαλης
IDX:
24699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24700
Key:

Data

{'content': 'hardly growing'}