Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμαλωτιστής
αἰχμάλωτος
αἰχματάς
αἰχμή
αἰχμήεις
αἰχμητήρ
αἰχμητήριος
αἰχμητής
αἰχμόδετος
αἰχμοφόρος
αἶψα
αἰψηροκέλευθος
αἰψηρός
ἀΐω
ἀΐω2
ἀϊών
ἀιών
αἰών
αἰωνίζω
View word page
αἰχμόδετος
bound in war
ShortDef
bound in war
Debugging
Headword:
αἰχμόδετος
Headword (normalized):
αἰχμόδετος
Headword (normalized/stripped):
αιχμοδετος
IDX:
2469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2470
Key:
Data
{'content': 'bound in war'}