Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσημερέω
δυσημέρημα
δυσημερία
δυσήμερος
δυσήνεμος
δυσηνίαστος
δυσήνιος
δυσηνιόχητος
δυσήνυτος
δυσήρης
δυσήροτος
δυσήττητος
δυσήτωρ
δυσηχής
δυσηχία
δύσηχος
δυσθάλασσος
δυσθαλής
δυσθαλία
δυσθαλπής
δυσθανατάω
View word page
δυσήροτος
hard to plough

ShortDef

hard to plough

Debugging

Headword:
δυσήροτος
Headword (normalized):
δυσήροτος
Headword (normalized/stripped):
δυσηροτος
IDX:
24692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24693
Key:

Data

{'content': 'hard to plough'}