Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰχμαλωτίζω
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμαλωτιστής
αἰχμάλωτος
αἰχματάς
αἰχμή
αἰχμήεις
αἰχμητήρ
αἰχμητήριος
αἰχμητής
αἰχμόδετος
αἰχμοφόρος
αἶψα
αἰψηροκέλευθος
αἰψηρός
ἀΐω
ἀΐω2
ἀϊών
ἀιών
αἰών
View word page
αἰχμητής
a spearman
ShortDef
a spearman
Debugging
Headword:
αἰχμητής
Headword (normalized):
αἰχμητής
Headword (normalized/stripped):
αιχμητης
IDX:
2468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2469
Key:
Data
{'content': 'a spearman'}