Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσήκεστος
δυσηκοέω
δυσηκοΐα
δυσήκοος
δυσηλάκατος
δυσήλατος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσημερέω
δυσημέρημα
δυσημερία
δυσήμερος
δυσήνεμος
δυσηνίαστος
δυσήνιος
δυσηνιόχητος
δυσήνυτος
δυσήρης
δυσήροτος
δυσήττητος
δυσήτωρ
View word page
δυσημερία
unlucky day: mishap, misery

ShortDef

unlucky day: mishap, misery

Debugging

Headword:
δυσημερία
Headword (normalized):
δυσημερία
Headword (normalized/stripped):
δυσημερια
IDX:
24684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24685
Key:

Data

{'content': 'unlucky day: mishap, misery'}