Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσζωος
δυσήκεστος
δυσηκοέω
δυσηκοΐα
δυσήκοος
δυσηλάκατος
δυσήλατος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσημερέω
δυσημέρημα
δυσημερία
δυσήμερος
δυσήνεμος
δυσηνίαστος
δυσήνιος
δυσηνιόχητος
δυσήνυτος
δυσήρης
δυσήροτος
δυσήττητος
View word page
δυσημέρημα
ill luck

ShortDef

ill luck

Debugging

Headword:
δυσημέρημα
Headword (normalized):
δυσημέρημα
Headword (normalized/stripped):
δυσημερημα
IDX:
24683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24684
Key:

Data

{'content': 'ill luck'}