Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσηκοέω
δυσηκοΐα
δυσήκοος
δυσηλάκατος
δυσήλατος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσημερέω
δυσημέρημα
δυσημερία
δυσήμερος
δυσήνεμος
δυσηνίαστος
δυσήνιος
δυσηνιόχητος
δυσήνυτος
δυσήρης
δυσήροτος
View word page
δυσημερέω
have an unlucky day, be unlucky
ShortDef
have an unlucky day, be unlucky
Debugging
Headword:
δυσημερέω
Headword (normalized):
δυσημερέω
Headword (normalized/stripped):
δυσημερεω
IDX:
24682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24683
Key:
Data
{'content': 'have an unlucky day, be unlucky'}