Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσζηλία
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσηκοέω
δυσηκοΐα
δυσήκοος
δυσηλάκατος
δυσήλατος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσημερέω
δυσημέρημα
δυσημερία
δυσήμερος
δυσήνεμος
δυσηνίαστος
δυσήνιος
δυσηνιόχητος
δυσήνυτος
View word page
δυσηλεγής
to lay asleep

ShortDef

to lay asleep

Debugging

Headword:
δυσηλεγής
Headword (normalized):
δυσηλεγής
Headword (normalized/stripped):
δυσηλεγης
IDX:
24680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24681
Key:

Data

{'content': 'to lay asleep'}