Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσεύρετος
δυσέφικτος
δυσέφοδος
δυσέψανος
δυσέψητος
δυσζηλία
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσηκοέω
δυσηκοΐα
δυσήκοος
δυσηλάκατος
δυσήλατος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσημερέω
δυσημέρημα
δυσημερία
δυσήμερος
View word page
δυσηκοέω
to be hard of hearing

ShortDef

to be hard of hearing

Debugging

Headword:
δυσηκοέω
Headword (normalized):
δυσηκοέω
Headword (normalized/stripped):
δυσηκοεω
IDX:
24675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24676
Key:

Data

{'content': 'to be hard of hearing'}