Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσευνήτωρ
δυσευπόριστος
δυσεύρετος
δυσέφικτος
δυσέφοδος
δυσέψανος
δυσέψητος
δυσζηλία
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσηκοέω
δυσηκοΐα
δυσήκοος
δυσηλάκατος
δυσήλατος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσημερέω
δυσημέρημα
View word page
δύσζωος
wretched
ShortDef
wretched
Debugging
Headword:
δύσζωος
Headword (normalized):
δύσζωος
Headword (normalized/stripped):
δυσζωος
IDX:
24673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24674
Key:
Data
{'content': 'wretched'}