Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσερμος
δυσερνής
δύσερως
δυσερωτιάω
δυσετηρία
δυσετυμολόγητος
δυσευνήτωρ
δυσευπόριστος
δυσεύρετος
δυσέφικτος
δυσέφοδος
δυσέψανος
δυσέψητος
δυσζηλία
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσηκοέω
δυσηκοΐα
δυσήκοος
View word page
δυσέφοδος
hard to get at, inaccessible
ShortDef
hard to get at, inaccessible
Debugging
Headword:
δυσέφοδος
Headword (normalized):
δυσέφοδος
Headword (normalized/stripped):
δυσεφοδος
IDX:
24667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24668
Key:
Data
{'content': 'hard to get at, inaccessible'}