Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσερμήνευτος
δύσερμος
δυσερνής
δύσερως
δυσερωτιάω
δυσετηρία
δυσετυμολόγητος
δυσευνήτωρ
δυσευπόριστος
δυσεύρετος
δυσέφικτος
δυσέφοδος
δυσέψανος
δυσέψητος
δυσζηλία
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσηκοέω
δυσηκοΐα
View word page
δυσέφικτος
hard to come at
ShortDef
hard to come at
Debugging
Headword:
δυσέφικτος
Headword (normalized):
δυσέφικτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεφικτος
IDX:
24666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24667
Key:
Data
{'content': 'hard to come at'}