Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσεργία
δύσεργος
δυσερεύνητος
δυσέρημος
δύσερις
δυσεριστία
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερμος
δυσερνής
δύσερως
δυσερωτιάω
δυσετηρία
δυσετυμολόγητος
δυσευνήτωρ
δυσευπόριστος
δυσεύρετος
δυσέφικτος
δυσέφοδος
δυσέψανος
δυσέψητος
View word page
δύσερως
sick in love with
ShortDef
sick in love with
Debugging
Headword:
δύσερως
Headword (normalized):
δύσερως
Headword (normalized/stripped):
δυσερως
IDX:
24659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24660
Key:
Data
{'content': 'sick in love with'}