Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσεργέω
δυσέργημα
δυσεργής
δυσεργία
δύσεργος
δυσερεύνητος
δυσέρημος
δύσερις
δυσεριστία
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερμος
δυσερνής
δύσερως
δυσερωτιάω
δυσετηρία
δυσετυμολόγητος
δυσευνήτωρ
δυσευπόριστος
δυσεύρετος
δυσέφικτος
View word page
δυσερμήνευτος
hard to interpret

ShortDef

hard to interpret

Debugging

Headword:
δυσερμήνευτος
Headword (normalized):
δυσερμήνευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσερμηνευτος
IDX:
24656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24657
Key:

Data

{'content': 'hard to interpret'}