Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσέραστος
δυσεργασία
δυσέργαστος
δυσέργεια
δυσεργέω
δυσέργημα
δυσεργής
δυσεργία
δύσεργος
δυσερεύνητος
δυσέρημος
δύσερις
δυσεριστία
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερμος
δυσερνής
δύσερως
δυσερωτιάω
δυσετηρία
δυσετυμολόγητος
View word page
δυσέρημος
very lonely, desolate

ShortDef

very lonely, desolate

Debugging

Headword:
δυσέρημος
Headword (normalized):
δυσέρημος
Headword (normalized/stripped):
δυσερημος
IDX:
24652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24653
Key:

Data

{'content': 'very lonely, desolate'}