Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσεπούλωτος
δυσέραστος
δυσεργασία
δυσέργαστος
δυσέργεια
δυσεργέω
δυσέργημα
δυσεργής
δυσεργία
δύσεργος
δυσερεύνητος
δυσέρημος
δύσερις
δυσεριστία
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερμος
δυσερνής
δύσερως
δυσερωτιάω
δυσετηρία
View word page
δυσερεύνητος
hard to search

ShortDef

hard to search

Debugging

Headword:
δυσερεύνητος
Headword (normalized):
δυσερεύνητος
Headword (normalized/stripped):
δυσερευνητος
IDX:
24651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24652
Key:

Data

{'content': 'hard to search'}