Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσεπιχείρητος
δυσεπούλωτος
δυσέραστος
δυσεργασία
δυσέργαστος
δυσέργεια
δυσεργέω
δυσέργημα
δυσεργής
δυσεργία
δύσεργος
δυσερεύνητος
δυσέρημος
δύσερις
δυσεριστία
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερμος
δυσερνής
δύσερως
δυσερωτιάω
View word page
δύσεργος
unfit for work
ShortDef
unfit for work
Debugging
Headword:
δύσεργος
Headword (normalized):
δύσεργος
Headword (normalized/stripped):
δυσεργος
IDX:
24650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24651
Key:
Data
{'content': 'unfit for work'}