Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσεπιτίμητος
δυσεπιχείρητος
δυσεπούλωτος
δυσέραστος
δυσεργασία
δυσέργαστος
δυσέργεια
δυσεργέω
δυσέργημα
δυσεργής
δυσεργία
δύσεργος
δυσερεύνητος
δυσέρημος
δύσερις
δυσεριστία
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερμος
δυσερνής
δύσερως
View word page
δυσεργία
difficulty in acting

ShortDef

difficulty in acting

Debugging

Headword:
δυσεργία
Headword (normalized):
δυσεργία
Headword (normalized/stripped):
δυσεργια
IDX:
24649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24650
Key:

Data

{'content': 'difficulty in acting'}