Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰχμά
αἰχμάζω
αἰχμαλωσία
αἰχμαλωτεύω
αἰχμαλωτίζω
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμαλωτιστής
αἰχμάλωτος
αἰχματάς
αἰχμή
αἰχμήεις
αἰχμητήρ
αἰχμητήριος
αἰχμητής
αἰχμόδετος
αἰχμοφόρος
αἶψα
αἰψηροκέλευθος
αἰψηρός
ἀΐω
View word page
αἰχμή
the point of a spear

ShortDef

the point of a spear

Debugging

Headword:
αἰχμή
Headword (normalized):
αἰχμή
Headword (normalized/stripped):
αιχμη
IDX:
2464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2465
Key:

Data

{'content': 'the point of a spear'}