Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσεπίτευκτος
δυσεπιτίμητος
δυσεπιχείρητος
δυσεπούλωτος
δυσέραστος
δυσεργασία
δυσέργαστος
δυσέργεια
δυσεργέω
δυσέργημα
δυσεργής
δυσεργία
δύσεργος
δυσερεύνητος
δυσέρημος
δύσερις
δυσεριστία
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερμος
δυσερνής
View word page
δυσεργής
difficult
ShortDef
difficult
Debugging
Headword:
δυσεργής
Headword (normalized):
δυσεργής
Headword (normalized/stripped):
δυσεργης
IDX:
24648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24649
Key:
Data
{'content': 'difficult'}