Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσεπίθετος
δυσεπικούρητος
δυσεπίκριτος
δυσεπιλόγιστος
δυσεπίμικτος
δυσεπινόητος
δυσεπίστροφος
δυσεπίσχετος
δυσεπίτευκτος
δυσεπιτίμητος
δυσεπιχείρητος
δυσεπούλωτος
δυσέραστος
δυσεργασία
δυσέργαστος
δυσέργεια
δυσεργέω
δυσέργημα
δυσεργής
δυσεργία
δύσεργος
View word page
δυσεπιχείρητος
hard to prove

ShortDef

hard to prove

Debugging

Headword:
δυσεπιχείρητος
Headword (normalized):
δυσεπιχείρητος
Headword (normalized/stripped):
δυσεπιχειρητος
IDX:
24640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24641
Key:

Data

{'content': 'hard to prove'}