Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰφνίδιος
αἰχμά
αἰχμάζω
αἰχμαλωσία
αἰχμαλωτεύω
αἰχμαλωτίζω
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμαλωτιστής
αἰχμάλωτος
αἰχματάς
αἰχμή
αἰχμήεις
αἰχμητήρ
αἰχμητήριος
αἰχμητής
αἰχμόδετος
αἰχμοφόρος
αἶψα
αἰψηροκέλευθος
αἰψηρός
View word page
αἰχματάς
spearsman, warring, warrior
ShortDef
spearsman, warring, warrior
Debugging
Headword:
αἰχματάς
Headword (normalized):
αἰχματάς
Headword (normalized/stripped):
αιχματας
IDX:
2463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2464
Key:
Data
{'content': 'spearsman, warring, warrior'}