Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσεπίβολος
δυσεπιβούλευτος
δυσεπίγνωστος
δυσεπίθετος
δυσεπικούρητος
δυσεπίκριτος
δυσεπιλόγιστος
δυσεπίμικτος
δυσεπινόητος
δυσεπίστροφος
δυσεπίσχετος
δυσεπίτευκτος
δυσεπιτίμητος
δυσεπιχείρητος
δυσεπούλωτος
δυσέραστος
δυσεργασία
δυσέργαστος
δυσέργεια
δυσεργέω
δυσέργημα
View word page
δυσεπίσχετος
hard to check
ShortDef
hard to check
Debugging
Headword:
δυσεπίσχετος
Headword (normalized):
δυσεπίσχετος
Headword (normalized/stripped):
δυσεπισχετος
IDX:
24637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24638
Key:
Data
{'content': 'hard to check'}