Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσεξεύρετος
δυσεξήγητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσεξίλαστος
δυσεξίλλητος
δυσεξίτηλος
δυσέξιτος
δυσέξοδος
δυσέξοιστος
δυσέξοχος
δυσεξυβωτός
δυσεξώθητος
δυσέπακτος
δυσεπανόρθωτος
δυσεπέκτατος
δυσεπήβολος
δυσεπίβατος
δυσεπίβλητος
δυσεπίβολος
δυσεπιβούλευτος
View word page
δυσέξοχος
craggy, rugged

ShortDef

craggy, rugged

Debugging

Headword:
δυσέξοχος
Headword (normalized):
δυσέξοχος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξοχος
IDX:
24618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24619
Key:

Data

{'content': 'craggy, rugged'}