Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσεξάκουστος
δυσεξάλειπτος
δυσεξάλυκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξάτμιστος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλευστος
δυσεξέλικτος
δυσεξέργαστος
δυσεξερεύνητος
δυσεξεύρετος
δυσεξήγητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσεξίλαστος
δυσεξίλλητος
δυσεξίτηλος
δυσέξιτος
δυσέξοδος
View word page
δυσεξέργαστος
hard to work out

ShortDef

hard to work out

Debugging

Headword:
δυσεξέργαστος
Headword (normalized):
δυσεξέργαστος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξεργαστος
IDX:
24606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24607
Key:

Data

{'content': 'hard to work out'}