Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγαλλίς
ἀγάλλομαι
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματίας
ἀγαλμάτιον
ἀγαλματογλύφος
ἀγαλματοποιέω
ἀγαλματοποιητικός
ἀγαλματοποιΐα
ἀγαλματοποιικός
ἀγαλματοποιός
ἀγαλματοφορέω
ἀγαλματοφόρος
ἀγαλματοφώρας
ἀγαλματόω
ἀγαλματώδης
ἀγαλμοτυπεύς
ἀγάλοχον
ἄγαλσις
ἄγαμαι
View word page
ἀγαλματοποιικός
sculptor's fee

ShortDef

sculptor's fee

Debugging

Headword:
ἀγαλματοποιικός
Headword (normalized):
ἀγαλματοποιικός
Headword (normalized/stripped):
αγαλματοποιικος
IDX:
245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-246
Key:

Data

{'content': "sculptor's fee"}