Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσεντεριάω
δυσεντερικός
δυσεντεριώδης
δυσέντερος
δυσέντευκτος
δυσεντευξία
δυσένωτος
δυσεξάγωγος
δυσεξάκουστος
δυσεξάλειπτος
δυσεξάλυκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξάτμιστος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλευστος
δυσεξέλικτος
δυσεξέργαστος
δυσεξερεύνητος
δυσεξεύρετος
View word page
δυσεξάλυκτος
hard to avoid
ShortDef
hard to avoid
Debugging
Headword:
δυσεξάλυκτος
Headword (normalized):
δυσεξάλυκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξαλυκτος
IDX:
24598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24599
Key:
Data
{'content': 'hard to avoid'}