Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσεμής
δυσέμπρηστος
δυσέμπτωτος
δυσενέδρευτος
δυσενέργεια
δυσενέργητος
δυσεντερία
δυσεντεριάω
δυσεντερικός
δυσεντεριώδης
δυσέντερος
δυσέντευκτος
δυσεντευξία
δυσένωτος
δυσεξάγωγος
δυσεξάκουστος
δυσεξάλειπτος
δυσεξάλυκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
View word page
δυσέντερος
suffering from dysentery

ShortDef

suffering from dysentery

Debugging

Headword:
δυσέντερος
Headword (normalized):
δυσέντερος
Headword (normalized/stripped):
δυσεντερος
IDX:
24591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24592
Key:

Data

{'content': 'suffering from dysentery'}