Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσέμβολος
δυσεμέω
δυσεμής
δυσέμπρηστος
δυσέμπτωτος
δυσενέδρευτος
δυσενέργεια
δυσενέργητος
δυσεντερία
δυσεντεριάω
δυσεντερικός
δυσεντεριώδης
δυσέντερος
δυσέντευκτος
δυσεντευξία
δυσένωτος
δυσεξάγωγος
δυσεξάκουστος
δυσεξάλειπτος
δυσεξάλυκτος
δυσεξαπάτητος
View word page
δυσεντερικός
afflicted with dysentery

ShortDef

afflicted with dysentery

Debugging

Headword:
δυσεντερικός
Headword (normalized):
δυσεντερικός
Headword (normalized/stripped):
δυσεντερικος
IDX:
24589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24590
Key:

Data

{'content': 'afflicted with dysentery'}