Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Αἰτωλία
Αἰτωλικός
Αἰτώλιος
Αἰτωλός
αἴφνης
αἰφνίδιος
αἰχμά
αἰχμάζω
αἰχμαλωσία
αἰχμαλωτεύω
αἰχμαλωτίζω
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμαλωτιστής
αἰχμάλωτος
αἰχματάς
αἰχμή
αἰχμήεις
αἰχμητήρ
αἰχμητήριος
αἰχμητής
View word page
αἰχμαλωτίζω
take prisoner
ShortDef
take prisoner
Debugging
Headword:
αἰχμαλωτίζω
Headword (normalized):
αἰχμαλωτίζω
Headword (normalized/stripped):
αιχμαλωτιζω
IDX:
2458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2459
Key:
Data
{'content': 'take prisoner'}