Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσέμβλητος
δυσέμβολος
δυσεμέω
δυσεμής
δυσέμπρηστος
δυσέμπτωτος
δυσενέδρευτος
δυσενέργεια
δυσενέργητος
δυσεντερία
δυσεντεριάω
δυσεντερικός
δυσεντεριώδης
δυσέντερος
δυσέντευκτος
δυσεντευξία
δυσένωτος
δυσεξάγωγος
δυσεξάκουστος
δυσεξάλειπτος
δυσεξάλυκτος
View word page
δυσεντεριάω
suffer from dysentery

ShortDef

suffer from dysentery

Debugging

Headword:
δυσεντεριάω
Headword (normalized):
δυσεντεριάω
Headword (normalized/stripped):
δυσεντεριαω
IDX:
24588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24589
Key:

Data

{'content': 'suffer from dysentery'}