Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβλητος
δυσέμβολος
δυσεμέω
δυσεμής
δυσέμπρηστος
δυσέμπτωτος
δυσενέδρευτος
δυσενέργεια
δυσενέργητος
δυσεντερία
δυσεντεριάω
δυσεντερικός
δυσεντεριώδης
δυσέντερος
δυσέντευκτος
δυσεντευξία
δυσένωτος
δυσεξάγωγος
δυσεξάκουστος
View word page
δυσενέργητος
sluggish
ShortDef
sluggish
Debugging
Headword:
δυσενέργητος
Headword (normalized):
δυσενέργητος
Headword (normalized/stripped):
δυσενεργητος
IDX:
24586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24587
Key:
Data
{'content': 'sluggish'}