Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσέλικτος
δυσελκής
δυσελκία
δύσελπις
δυσελπιστέω
δυσελπιστία
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβλητος
δυσέμβολος
δυσεμέω
δυσεμής
δυσέμπρηστος
δυσέμπτωτος
δυσενέδρευτος
δυσενέργεια
δυσενέργητος
δυσεντερία
δυσεντεριάω
δυσεντερικός
δυσεντεριώδης
View word page
δυσεμέω
not to vomit easily

ShortDef

not to vomit easily

Debugging

Headword:
δυσεμέω
Headword (normalized):
δυσεμέω
Headword (normalized/stripped):
δυσεμεω
IDX:
24580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24581
Key:

Data

{'content': 'not to vomit easily'}