Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσέκτηκτος
δυσέκφευκτος
δυσέκφορος
δυσεκφώνητος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δυσέλικτος
δυσελκής
δυσελκία
δύσελπις
δυσελπιστέω
δυσελπιστία
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβλητος
δυσέμβολος
δυσεμέω
δυσεμής
δυσέμπρηστος
δυσέμπτωτος
δυσενέδρευτος
View word page
δυσελπιστέω
to have scarce a hope

ShortDef

to have scarce a hope

Debugging

Headword:
δυσελπιστέω
Headword (normalized):
δυσελπιστέω
Headword (normalized/stripped):
δυσελπιστεω
IDX:
24574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24575
Key:

Data

{'content': 'to have scarce a hope'}