Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσεκρίζωτος
δυσεκρίπτος
δυσέκρυπτος
δυσέκτηκτος
δυσέκφευκτος
δυσέκφορος
δυσεκφώνητος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δυσέλικτος
δυσελκής
δυσελκία
δύσελπις
δυσελπιστέω
δυσελπιστία
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβλητος
δυσέμβολος
δυσεμέω
δυσεμής
View word page
δυσελκής
unfavourable for the healing of sores
ShortDef
unfavourable for the healing of sores
Debugging
Headword:
δυσελκής
Headword (normalized):
δυσελκής
Headword (normalized/stripped):
δυσελκης
IDX:
24571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24572
Key:
Data
{'content': 'unfavourable for the healing of sores'}