Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσέκπληκτος
δυσεκπλήρωτος
δυσέκπλοκος
δυσέκπλοος
δυσέκπλυτος
δυσέκπνευστος
δυσεκπόνητος
δυσεκπόρευτος
δυσέκπτωτος
δυσεκπύητος
δυσεκρίζωτος
δυσεκρίπτος
δυσέκρυπτος
δυσέκτηκτος
δυσέκφευκτος
δυσέκφορος
δυσεκφώνητος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δυσέλικτος
δυσελκής
View word page
δυσεκρίζωτος
hard to extirpate

ShortDef

hard to extirpate

Debugging

Headword:
δυσεκρίζωτος
Headword (normalized):
δυσεκρίζωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκριζωτος
IDX:
24561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24562
Key:

Data

{'content': 'hard to extirpate'}