Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσεκπέρατος
δυσέκπληκτος
δυσεκπλήρωτος
δυσέκπλοκος
δυσέκπλοος
δυσέκπλυτος
δυσέκπνευστος
δυσεκπόνητος
δυσεκπόρευτος
δυσέκπτωτος
δυσεκπύητος
δυσεκρίζωτος
δυσεκρίπτος
δυσέκρυπτος
δυσέκτηκτος
δυσέκφευκτος
δυσέκφορος
δυσεκφώνητος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δυσέλικτος
View word page
δυσεκπύητος
hard to bring to suppuration

ShortDef

hard to bring to suppuration

Debugging

Headword:
δυσεκπύητος
Headword (normalized):
δυσεκπύητος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκπυητος
IDX:
24560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24561
Key:

Data

{'content': 'hard to bring to suppuration'}