Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσέκνευστος
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκπληκτος
δυσεκπλήρωτος
δυσέκπλοκος
δυσέκπλοος
δυσέκπλυτος
δυσέκπνευστος
δυσεκπόνητος
δυσεκπόρευτος
δυσέκπτωτος
δυσεκπύητος
δυσεκρίζωτος
δυσεκρίπτος
δυσέκρυπτος
δυσέκτηκτος
δυσέκφευκτος
δυσέκφορος
δυσεκφώνητος
δυσέλεγκτος
View word page
δυσεκπόρευτος
hard to get out of

ShortDef

hard to get out of

Debugging

Headword:
δυσεκπόρευτος
Headword (normalized):
δυσεκπόρευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκπορευτος
IDX:
24558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24559
Key:

Data

{'content': 'hard to get out of'}