Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσεκμόχλευτος
δυσεκμύζητος
δυσέκνευστος
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκπληκτος
δυσεκπλήρωτος
δυσέκπλοκος
δυσέκπλοος
δυσέκπλυτος
δυσέκπνευστος
δυσεκπόνητος
δυσεκπόρευτος
δυσέκπτωτος
δυσεκπύητος
δυσεκρίζωτος
δυσεκρίπτος
δυσέκρυπτος
δυσέκτηκτος
δυσέκφευκτος
δυσέκφορος
View word page
δυσέκπνευστος
hard to breathe out

ShortDef

hard to breathe out

Debugging

Headword:
δυσέκπνευστος
Headword (normalized):
δυσέκπνευστος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκπνευστος
IDX:
24556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24557
Key:

Data

{'content': 'hard to breathe out'}