Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰτιώδης
αἰτιώνυμος
Αἰτναῖος
Αἴτνη
Αἰτωλάρχης
Αἰτωλία
Αἰτωλικός
Αἰτώλιος
Αἰτωλός
αἴφνης
αἰφνίδιος
αἰχμά
αἰχμάζω
αἰχμαλωσία
αἰχμαλωτεύω
αἰχμαλωτίζω
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμαλωτιστής
αἰχμάλωτος
αἰχματάς
View word page
αἰφνίδιος
unforeseen, sudden

ShortDef

unforeseen, sudden

Debugging

Headword:
αἰφνίδιος
Headword (normalized):
αἰφνίδιος
Headword (normalized/stripped):
αιφνιδιος
IDX:
2453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2454
Key:

Data

{'content': 'unforeseen, sudden'}