Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσείμων
δυσειρεσία
δυσείσβολος
δυσείσοδος
δυσείσπλοος
δυσέκβατος
δυσεκβίαστος
δυσέκδεκτος
δυσέκδρομος
δυσέκδυτος
δυσεκθέρμαντος
δυσέκθυτος
δυσεκκάθαρτος
δυσεκκαρτέρητος
δυσεκκένωτος
δυσεκκόμιστος
δυσέκκριτος
δυσέκκρουστος
δυσεκλάλητος
δυσέκλειπτος
δυσεκλόγιστος
View word page
δυσεκθέρμαντος
hard to warm

ShortDef

hard to warm

Debugging

Headword:
δυσεκθέρμαντος
Headword (normalized):
δυσεκθέρμαντος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκθερμαντος
IDX:
24534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24535
Key:

Data

{'content': 'hard to warm'}