Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσειματέω
δυσείματος
δυσειμονία
δυσείμων
δυσειρεσία
δυσείσβολος
δυσείσοδος
δυσείσπλοος
δυσέκβατος
δυσεκβίαστος
δυσέκδεκτος
δυσέκδρομος
δυσέκδυτος
δυσεκθέρμαντος
δυσέκθυτος
δυσεκκάθαρτος
δυσεκκαρτέρητος
δυσεκκένωτος
δυσεκκόμιστος
δυσέκκριτος
δυσέκκρουστος
View word page
δυσέκδεκτος
hard to endure, intolerable

ShortDef

hard to endure, intolerable

Debugging

Headword:
δυσέκδεκτος
Headword (normalized):
δυσέκδεκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκδεκτος
IDX:
24531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24532
Key:

Data

{'content': 'hard to endure, intolerable'}