Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσέγερτος
δυσεγκαρτέρητος
δυσεγχείρητος
δυσέγχωστος
δύσεδρος
δυσείδεια
δυσειδής
δυσείκαστος
δύσεικτος
δυσειματέω
δυσείματος
δυσειμονία
δυσείμων
δυσειρεσία
δυσείσβολος
δυσείσοδος
δυσείσπλοος
δυσέκβατος
δυσεκβίαστος
δυσέκδεκτος
δυσέκδρομος
View word page
δυσείματος
meanly clad
ShortDef
meanly clad
Debugging
Headword:
δυσείματος
Headword (normalized):
δυσείματος
Headword (normalized/stripped):
δυσειματος
IDX:
24522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24523
Key:
Data
{'content': 'meanly clad'}