Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσδοκίμαστος
δυσέγερτος
δυσεγκαρτέρητος
δυσεγχείρητος
δυσέγχωστος
δύσεδρος
δυσείδεια
δυσειδής
δυσείκαστος
δύσεικτος
δυσειματέω
δυσείματος
δυσειμονία
δυσείμων
δυσειρεσία
δυσείσβολος
δυσείσοδος
δυσείσπλοος
δυσέκβατος
δυσεκβίαστος
δυσέκδεκτος
View word page
δυσειματέω
to wear mean clothes

ShortDef

to wear mean clothes

Debugging

Headword:
δυσειματέω
Headword (normalized):
δυσειματέω
Headword (normalized/stripped):
δυσειματεω
IDX:
24521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24522
Key:

Data

{'content': 'to wear mean clothes'}