Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰτιολογικός
αἴτιος
αἰτιώδης
αἰτιώνυμος
Αἰτναῖος
Αἴτνη
Αἰτωλάρχης
Αἰτωλία
Αἰτωλικός
Αἰτώλιος
Αἰτωλός
αἴφνης
αἰφνίδιος
αἰχμά
αἰχμάζω
αἰχμαλωσία
αἰχμαλωτεύω
αἰχμαλωτίζω
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμαλωτιστής
View word page
Αἰτωλός
Aetolian; (n.) mythical forebear Aetolus
ShortDef
Aetolian; (n.) mythical forebear Aetolus
Debugging
Headword:
Αἰτωλός
Headword (normalized):
αἰτωλός
Headword (normalized/stripped):
αιτωλος
IDX:
2451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2452
Key:
Data
{'content': 'Aetolian; (n.) mythical forebear Aetolus'}